-
1 ἐν-έζομαι
ἐν-έζομαι (s. ἕζομαι), darin sitzen, Arist. probl. 5, 11, aoristisch. – Bei Aesch. Pers. 137, τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον, hineingehen, um da seinen Sitz zu nehmen. – Dazu gehört πρύμνῃ δ' ἐνεείσατο κούρην Ap. Rh. 4, 188.
-
2 ἐνέζομαι
ἐν-έζομαι, darin sitzen; τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον, hineingehen, um da seinen Sitz zu nehmen
См. также в других словарях:
ενέζομαι — ἐνέζομαι (Α) 1. εδρεύω, κατοικώ σ έναν τόπο («τόδ ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῑον», Αισχύλ.) 2. κάθομαι σ έναν τόπο («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek